Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΞΗΡΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Στην κλιματολογία, η έννοια «ξηρή περίοδος» είναι δύσκολα προσδιορίσιμη. Τι εννοούμε λέγοντας ξηρή περίοδο; Μια περίοδος κατά την οποία παρατηρείται υετικό έλλειμμα; Και πως προσδιορίζεται αυτό το έλλειμμα; Εννοούμε μήπως έλλειψη εδαφικής υγρασίας και αν ναι, μέχρι ποίου βάθους στο έδαφος ορίζεται η απουσία της υγρασίας; Με άλλα λόγια, ποιοί παράγοντες, ποιές προϋποθέσεις λαμβάνει κανείς υπόψη προκειμένου να καθορίσει την έννοια της ξηρότητας; Η πλέον απλή μέθοδος προσδιορισμού της λεγόμενης ξηρής περιόδου είναι η εξής: εάν η μέση μηνιαία βροχόπτωση (P) (σε mm) είναι μικρότερη από το διπλάσιο της μέσης θερμοκρασίας του μήνα (T) (σε C), τότε ο μήνας θεωρείται ξηρός. O μαθηματικός τύπος είναι ως εξής: P < 2T. Ο απλουστευμένος αυτός τύπος δε λαμβάνει ωστόσο υπόψη έναν άλλο σημαντικό παράγοντα, αυτόν του «υετικού ισοζυγίου», δηλαδή την προϋπάρχουσα εδαφική υγρασία (κορεσμός) κατά τη διάρκεια των εαρινών μηνών. Όλοι γνωρίζουμε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας επιταχύνει την εξάτμιση, με αποτέλεσμα την προοδευτική ξήρανση του εδάφους και το «βιολογικό θάνατο» των χαμηλών φυτών (χορτολιβαδικές επιφάνειες με μικρό ριζικό σύστημα). Π.χ. μπορεί ο Μάιος να πληροί την προϋπόθεση Ρ < 2Τ, αλλά το υετικά υπερκορεσμένο έδαφος –από το συγκεντρωθέν πλεόνασμα των προηγουμένων μηνών– παρατείνει την υγρή περίοδο επειδή αναπληρώνεται από το πλεόνασμα. Ο χάρτης που ακολουθεί θα μπορούσε να πει κανείς ότι λαμβάνει αυτούς τους δύο βασικούς παράγοντες υπόψη με έναν περισσότερο εμπειρικό χαρακτήρα. Βάσει αυτού, η χώρα μας υποδιαιρείται σε 7 περιοχές, ανάλογα με τη διάρκεια της ξηρής περιόδου, δηλαδή έναν συνδυασμό απουσίας αξιόλογου υετού και απουσία εδαφικής υγρασίας. Πρακτικά, η ξηρή περίοδος έχει την έναρξή της αφ΄ης στιγμής παρατηρηθεί η ξήρανση της χαμηλής βλάστησης και τη λήξη της με την εμφάνιση νέας χαμηλής βλάστησης με τις πρώτες αξιόλογες φθινοπωρινές βροχές.
Στη χώρα μας η ξηρή περίοδος έχει διάρκεια από 0 εώς >150 ημέρες. Λέγοντας 0 εννοούμε απουσία ξηρής περιόδου (αξηρική), όπου ο συνδυασμός υετού και θερμοκρασίας είναι τέτοιος ώστε να υπάρχει μικρό ή ανύπαρκτο υετικό έλλειμμα, υποβοηθούμενο και από τη χαμηλότερη εξάτμιση της μέσης θερμοκρασίας. Η‘αξηρική ζώνη’ (Ζώνη Α) είναι χαρακτηριστικό των μέσων γεωγραφικών πλατών και παρατηρείται τόσο σε κλίματα θαλάσσια ή ωκεάνια (στη δυτική Ευρώπη), όσο και σε ηπειρωτικά (ανατολική Ευρώπη). Ειδικά στα ηπειρωτικά κλίματα της ανατολικής Ευρώπης, όπου το υετικό μέγιστο παρατηρείται στο θερμό εξάμηνο του έτους και δη στους τρεις θερμότερους μήνες του έτους (Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος), επηρεάζει άμεσα τη χώρα μας, μιας και είναι νότια προέκταση της ηπειρωτικής μάζας της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπου στο εσωτερικό της επικρατεί καθαρά ηπειρωτικό κλίμα (αυτό φαίνεται στον παραπάνω χάρτη με την μεγάλη εξάπλωση της αξηρικής ζώνης βορείως της χώρας μας). Έτσι λοιπόν, οι αξηρικές περιοχές της χώρας μας εμφανίζονται στην ορεινή ζώνη βορείως της Στερεάς Ελλάδας (σε γεωγραφικό πλάτος βορείως των 39:30΄). Ενδεικτικά, το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της αξηρικής ζώνης βρίσκεται στο ορεινό συγκρότημα των Αγράφων, στα όρια Ηπείρου-Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας. Όσο βορειότερα κινούμαστε, τόσο κατεβαίνει υψομετρικά η αξηρική ζώνη (στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, το όριο αυτό εντοπίζεται σε υψομ. ~1.200 m, ενώ στην Μακεδονία και Θράκη σε υψομ. 700 – 900 m). Στη ζώνη αυτή, η μέση θερμοκρασία του θερινού τριμήνου (Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος) κυμαίνεται μεταξύ 19,5 και 20,0 C, ενώ ο συνολικός υετός του τριμήνου κυμαίνεται μεταξύ 130 (Ήπειρος-Θεσσαλία) και 140-160 mm (ανατολική Μακεδονία).
Ακολουθεί η πρώτη ξηρή περίοδος διαρκείας από 1 εώς και 39 ημέρες. Κλιματολογικά, μια ξηρή περίοδος διαρκείας γύρω στον ένα με ενάμισυ μήνα –που χρονικά συμπίπτει με την περιόδο της μέγιστης θερμοκρασίας– δε θεωρείται «ξηρή» με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά είναι περισσότερο αποτέλεσμα αυξημένης εξάτμισης, λόγω θερμότερου διαστήματος του έτους. Αυτή η ζώνη –που καλείται και ‘υπομεσογειακό κλίμα’– (Ζώνη Β) έχει τη μέγιστη εξάπλωσή της στις βόρειες και ΒΔ περιοχές της χώρας (Μακεδονία-Θράκη-Ήπειρος) και ακολούθως τη Θεσσαλία. Το υετικό έλλειμμα είναι μικρό, μιας και η βροχόπτωση του θερινού τριμήνου κυμαίνεται μεταξύ 115 και 130 mm, ενώ η αντίστοιχη μέση θερμοκρασία μεταξύ 21,0 και 22,0 C.
Έπεται η ξηρή περίοδος διαρκείας από 40 εώς και 74 ημερών. Από κλιματολογικής απόψεως, αυτή είναι η πρώτη ζώνη με εμφανή Μεσογειακά χαρακτηριστικά ήτοι, μια διακριτή ξηρή περίοδος που συμπίπτει με το θερμότερο διάστημα του έτους. Η ξήρανση της χαμηλής βλάστησης αρχίζει περί τα μέσα/τέλη Ιουνίου και ολοκληρώνεται στις αρχές Σεπτεμβρίου και καλείται ‘ασθενές μεσο-Μεσογειακό κλίμα’ (Ζώνη Γ). Στη ζώνη αυτή, η μέση θερμοκρασία θέρους κυμαίνεται μεταξύ 22,0 και 23,5 C, ενώ η μέση (τριμηνιαία) βροχόπτωση ανέρχεται στα 95 με 120 mm. Στον παραπάνω χάρτη, η διακεκομμένη γραμμή –που διαχωρίζει τη ζώνη αυτή (Γ) από την επόμενη (Δ) μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζει τα βορειότερα όρια εξάπλωσης του (καθαρού) Μεσογειακού κλίματος.
Η επόμενη ζώνη δίνει μια ξηρή περίοδο από 75 εώς 99 ημέρων. Η τυπική μεσογειακή θερινή ξηρασία γίνεται ακόμη πιο εμφανής σ΄αυτήν τη ζώνη. Αρχές με μέσα Ιουνίου αρχίζει η ξήρανση της χαμηλής βλάστησης και ολοκληρώνεται περί τα μέσα Σεπτεμβρίου και καλείται ‘ισχυρό μεσο-Μεσογειακό κλίμα’ (ζώνη Δ). Στη ζώνη αυτή, η τριμηνιαία μέση θερμοκρασία θέρους κυμαίνεται μεταξύ 22,5 και 24,0 C, ενώ η αντίστοιχη βροχόπτωση μεταξύ 75 και 95 mm.
Ακολουθεί η ζώνη του ‘ασθενούς θερμο-Μεσογειακού κλίματος’ (ζώνη Ε) με ξηρή περίοδο από 100 εώς 124 ημερών. Αυτή η ζώνη εμφανίζεται στις πεδινές περιοχές της βόρειας χώρας. Η ξήρανση εμφανίζεται από τα τέλη Μάιου και ολοκληρώνεται περί τα μέσα/τέλη Σεπτεμβρίου. Η μέση θερμοκρασία θέρους κυμαίνεται μεταξύ 24,0 και 25,5 C και ο συνολικός θερινός υετός μεταξύ 60 και 80 mm.
Την παραπάνω ζώνη διαδέχεται το ‘ισχυρό θερμο-Μεσογειακό κλίμα’ (ζώνη Ζ) με ξηρή περίοδο από 125 εώς 149 ημέρες. Εμφανίζεται στις πεδινές περιοχές της κεντρικής χώρας με έναρξη της ξήρανσης από τις αρχές/μέσα Μαίου και λήγει περί τα τέλη Σεπτεμβρίου. Η μέση θερμοκρασία θέρους κυμαίνεται μεταξύ 25,0 και 26,0 C, ενώ η αντίστοιχη μέση βροχόπτωση μεταξύ 50 και 65 mm.
Η παραπάνω υποδιαίρεση ολοκληρώνεται με το ‘ξηρο-θερμο-Μεσογειακό κλίμα’ (ζώνη Η) με διάρκεια ξηρής περιόδου >150 ημερών και εμφανίζεται στις πεδινές και νησιωτικές περιοχές της κεντρονότιας χώρας. Η ξήρανση αρχίζει από τις αρχές Μαίου και λήγει περί τα μέσα Οκτωβρίου. Η μέση θερμοκρασία θέρους κυμαίνεται μεταξύ 25,5 και 26,5 C, ενώ ο συνολικός θερινός υετός μεταξύ 20 και 45 mm.
Η παραπάνω υποδιαίρεση είναι πολύ χρήσιμη στην εκτίμηση περιόδων κατά τις οποίες είναι κάποιες περιοχές πιο ευάλωτες στην εκδήλωση πυρκαγιών, ιδίως αν ληφθεί υπόψη και ο παράγοντας άνεμος. Έτσι, η ζώνη Η (ξηρο-θερμο-Μεσογειακό κλίμα) είναι η πιο ευάλωτη στις πυρκαγιές, διάρκειας τουλάχιστον 4 μηνών. Ακολουθεί αμέσως μετά η ζώνη Ζ (ισχυρό θερμο-Μεσογειακό κλίμα) και η ζώνη Ε (ασθενές θερμο-Μεσογειακό κλίμα). Οι ζώνες Γ και Δ ανήκουν σε ζώνες μέτριου κινδύνου, ενώ η ζώνη Β σε χαμηλού κινδύνου. Εξυπακούεται ότι η ζώνη Α είναι η πλέον ‘προστατευμένη’ από πυρκαγιές ζώνη της χώρας μας.
Ο ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΥΕΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΒΛΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (ΜΑΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ)
Η μελέτη του ενδο-ετήσιου υετού, ιδίως της περιόδου κατά την οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη εξάτμιση (θερμή περίοδος του έτους), είναι πολύ σημαντική, προκειμένου να κριθεί ο βαθμός ελλείματος ή πλεονάσματος του υετικού ύδατος. Ο παρακάτω χάρτης δείχνει την κατανομή του υετού του τετραμήνου βλαστικής ανάπτυξης (από 1η Μαίου εώς την 31η Αυγούστου). Ο συνολικός υετός κατά τη διάρκεια της βλαστικής ανάπτυξης είναι πολύ σημαντικός, διότι επηρεάζει άμεσα το είδος της βλάστησης (ξηρόφιλης/υδρόφιλης) καθώς και την ποιότητα των δασών. Υετική ανεπάρκεια ή έλλειμμα κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου (χαρακτηριστικό του αμιγούς Μεσογειακού κλίματος) εξυπακούεται πως δίνει φτωχή, αραιή και ευάλωτη στις πυρκαγιές βλάστηση, ενώ αντίθετα, υετική επάρκεια ή πλεόνασμα (χαρακτηριστικό των αμιγώς ηπειρωτικών ή θαλασσίων κλιμάτων των μέσων γεωγραφικών πλατών) δίνει πλούσια, πυκνή και εκτεταμένη δασική βλάστηση.
Συνολικό υετικό ύψος τετραμήνου Μαίου – Αυγούστου μεταξύ 0 και 79 mm, πρακτικά σημαίνει μέσο μηνιαίο ύψος μεταξύ 0 και 20 mm. Αυτό το ύψος –σε συνδυασμό με τη μέση τετραμηνιαία θερμοκρασία μεταξύ 25 και 25,5 C είναι πολύ χαμηλό, όπου ο υετός δεν μπορεί να καλύψει ούτε στοιχειωδώς (μόλις το 10 με 20 %) τις υδατικές ανάγκες της βλάστησης. Οι περιοχές της χώρας μας που συγκεντρώνουν συνολικό υετό τετραμήνου μεταξύ 0 και 79 mm είναι οι νότιες, παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Ο χαμηλότερος υετός –όπως βλέπουμε στον παραπάνω χάρτη– (μεταξύ 20 και 40 mm) εμφανίζεται στην Κρήτη και τις Κυκλάδες, ενώ ο υψηλότερος (μεταξύ 40 και 79 mm) στην πεδινή και παράκτια Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Ιονίου (εκτός ανατολικής Κέρκυρας), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου (εκτός των βορειοτέρων, ήτοι τη Σαμοθράκη και Θάσο). Η υπό εξέταση ζώνη χαρακτηρίζεται από ένα ‘πολύ ξηρό’τετράμηνο βλαστικής ανάπτυξης και παίρνει τον πιο αντιπροσωπευτικό μεσογειακό χαρακτήρα της τυπικής θερινής ξηρασίας.
Ακολουθεί η ζώνη μεταξύ 80 και 119 mm, η οποία βρίσκεται βορειότερα και υψηλότερα (υψομετρικά) απ΄ότι η προηγούμενη ζώνη. Αυτό το ύψος σημαίνει πρακτικά, μέσο μηνιαίο υετό μεταξύ 20 και 30 mm. To υετικό έλλειμμα παραμένει, αλλά είναι μικρότερο (καλύπτει μόλις το 30 και 45 % των υετικών αναγκών της βλάστησης). Αυτό σημαίνει ότι ο μεσογειακός χαρακτήρας είναι ακόμη παρών, αλλά ελαφρά εξασθενημένος και απαντάται στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και Στερεάς, τη χαμηλή (Ιόνια) πλευρά της Ηπείρου, το εσωτερικό πεδινό τμήμα της Θεσσαλίας, την πεδινή ζώνη κατά μήκος του βόρειου Θερμαϊκού Κόλπου, καθώς και τα νότια τμήματα της Χαλκιδικής, συμπεριλαμβανομένων των δύο βορειοτέρων νησιών του Αιγαίου (Σαμοθράκη και Θάσος). Επίσης, εμφανίζεται στις παράκτιες περιοχές του νομού Έβρου. Η ζώνη αυτή χαρακτηρίζεται από ένα ‘ξηρό’ τετράμηνο.
Έπεται η ζώνη με συνολικό υετό τετραμήνου Μαίου – Αυγούστου μεταξύ 120 και 159 mm, ήτοι ένας μέσος μηνιαίος υετός μεταξύ 30 και 40 mm. Η ζώνη αυτή, είναι η πρώτη όπου ο αμιγής μεσογειακός χαρακτήρας παραχωρεί σιγά-σιγά τη θέση του στον ηπειρωτικό (που δεσπόζει στο εσωτερικό της Βαλκανικής Χερσονήσου). Ο υετός αυτός καλύπτει περίπου το 45 με 65 % των υδατικών αναγκών της βλάστησης. Πρόκειται λοιπόν για μια ζώνη μεταβατική, μεταξύ Μεσογειακού και Ηπειρωτικού κλίματος. Το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης αυτής της ζώνης είναι το εσωτερικό/ορεινό τμήμα της Πελοποννήσου (Αρκαδία), το εσωτερικό και –κυρίως– βόρειο τμήμα της Στερεάς, το εσωτερικό (προς δυσμάς) τμήμα της Ηπείρου, περιμετρικά τη Θεσσαλία, τμήματα της κοιλάδας του Αλιάκμονα στη δυτική Μακεδονία, την κοιλάδα του Αξιού στην κεντρική Μακεδονία, καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα του νομού Έβρου (κυρίως το ανατολικό τμήμα του). Η ζώνη αυτή χαρακτηρίζεται από ένα ‘ημίξηρο’ τετράμηνο Μαίου – Αυγούστου.
Ακολουθεί η πρώτη ουσιαστικά μη Μεσογειακή ζώνη, αφού το υετικό έλλειμμα του τετραμήνου Μαίου – Αυγούστου είναι πολύ μικρό, αφού το υετικό σύνολο τετραμήνου κυμαίνεται μεταξύ 160 και 199 mm, πράγμα που μεταφράζεται σε μέσο μηνιαίο υετό μεταξύ 40 και 50 mm (υετός μεταξύ 1,3 – 1,6 mm/ημερησίως). Στην κλιματολογία, τo ύψος αυτό θεωρείται ‘όριο υετικής επάρκειας΄, ειδικά αν στις περιοχές αυτές η μέση θερμοκρασία του αντίστοιχου τετραμήνου δεν υπερβαίνει τους 23 C. Αυτή η συνθήκη καλύπτεται στη χώρα μας, μιας και η ζώνη αυτή εμφανίζεται κυρίως στην κεντροβόρεια χώρα με σχετικό υψόμετρο (>300 – 400 m). Οι παραπάνω κλιματικές συνθήκες καλύπτουν τις βασικές υδατικές ανάγκες της βλάστησης κατά 70 με 85 %. Αυτή η ζώνη απαντάται σε μεμονωμένες ορεινές νησίδες του εσωτερικού της Πελοποννήσου, στις κεντρικές ορεινές περιοχές της Στερεάς, σε όλο το εσωτερικό της Ηπείρου, στην περιμετρική ορεινή ζώνη της Θεσσαλίας, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού της Μακεδονίας – Θράκης (εκτός της κεντρικής/πεδινής Μακεδονίας) και χαρακτηρίζεται από ένα ‘ύφυγρο’ τετράμηνο Μαίου – Αυγούστου.
Έπεται η επόμενη ζώνη, η οποία το τετράμηνο Μάιος – Αύγουστος συγεντρώνει συνολικό υετό μεταξύ 200 και 239 mm, ήτοι δίνει μέσο μηνιαίο υετό μεταξύ 50 και 60 mm (υετός μεταξύ 1,7 και 2 mm/ημερησίως). Στη ζώνη αυτή, η μέση θερμοκρασία του αντίστοιχου τετραμήνου είναι <20 C και είναι η πρώτη ζώνη όπου ο υετός καλύπτει πλήρως τις ανάγκες της βλάστησης της εξεταζόμενης περιοχής. Στον παραπάνω χάρτη είναι ευδιάκριτη η χρωματική διαβάθμιση της ζώνης αυτής (βεραμάν), προκειμένου να τονιστεί ότι είναι η πρώτη ζώνη με την παρουσία υετικού πλεονάσματος. Γεωγραφικές περιοχές που βρίσκονται σ΄αυτήν τη ζώνη είναι από τα κράσπεδα της οροσειράς της Πίνδου και υψηλότερα (νοτιότερο σημείο εξάπλωσης η Ευρυτανία, στην περιοχή των Αγράφων, δηλαδή στα όρια Ηπείρου-Θεσσαλίας-Στερεάς) σε υψόμετρο >500 – 700 m. Από την πλευρά της Ηπείρου το υψόμετρο στο οποίο εμφανίζεται αυτή η ζώνη είναι ~500 m, από την πλευρά της Θεσσαλίας ~750 m, ενώ από την πλευρά της Στερεάς (Ευρυτανία) σε υψόμετρο >950 m. Εμφανίζεται επίσης στις ορεινές περιοχές της δυτικής Μακεδονίας >850 - 900 m, καθώς και σ΄ένα μεγαλο τμήμα της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης > 400 – 500 m. Είναι η πρώτη ζώνη της χώρας μας με ‘υγρό’ κλιματικό χαρακτήρα τετραμήνου.
Η ζώνη μεταξύ 240 και 279 mm (ήτοι, μέσος μηνιαίος υετός μεταξύ 60 και 70 mm ή από 2 εώς 2,3 mm/ημερησίως) απαντάται μόνο στην βόρεια και κεντρική Πίνδο, σε υψόμετρο >1.200 – 1.400 m, σε μεμονωμένες ορεινές νησίδες της δυτικής Μακεδονίας >1.500 m, καθώς και στην κυρίως ορεινή ζώνη της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης > 650 – 700 m. Με μέση θερμοκρασία τετραμήνου Μαίου – Αυγούστου μεταξύ 17 και 19 C, το υετικό ύψος της περιοχής δίνει πλεόνασμα, οπότε περιοχές αυτές δίνουν αξηρικό (‘πολύ υγρό΄) χαρακτήρα.
Τέλος, η ζώνη όπου ο συνολικός υετός τετραμήνου Μαίου – Αυγούστου κυμαίνεται μεταξύ 280 και 319 mm (ήτοι μέσος μηνιαίος υετός μεταξύ 70 και 80 mm ή από 2,3 εώς 2,6 mm/ημερησίως) απαντάται μόνο στην ορεινή ζώνη της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε υψόμετρο >1000 m. Σύμφωνα με μελέτες ορεινών σταθμών στην περιοχή (κεντρικούς ορεινούς όγκους της Ροδόπης), υπάρχουν στην ανώτερη ορεινή ζώνη (>1250 – 1400 m) και μία ακόμη επιπλέον υετική ζώνη που ξεπερνάει το όριο των 320 mm το τετράμηνο Μάιος – Αύγουστος (κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, από το ύψος ανατολικά του Νέστου μέχρι τα ορεινά όρια μεταξύ των νομών Ξάνθης και Ροδόπης.
Mελέτη – επιμέλεια: Ιωάννης Γιαλαμάς (Weerman)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου