Η ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΕΤΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΤΤΙΚΗΣ
Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να παρουσιάσει την ιστορία του υετού στην πόλη των Αθηνών. Ως γνωστόν, με τον όρο ‘υετό’, εννοούμε το σύνολο των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι, χαλάζι κ.ο.κ.). Ο αντίτοιχος αγγλικός όρος είναι precipitation, εκ του λατινικού ρήματος precipitare = κατακρημνίζω/πίπτω. Το πρώτο γράμμα του ρήματος αυτού έχει υιοθετηθεί από τους διεθνείς μετεωρολογικούς και κλιματολογικούς κύκλους ως διεθνές σύμβολο του υετού (Ρ). Η μελέτη αυτή διευκολύνεται από την ύπαρξη μιας μεγάλης χρονοσειράς στοιχείων που έχει συγκεντρώσει το παλαιότερο μετεωρολογικό παρατηρητήριο της χώρας μας, το ιστορικόΕθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ), το οποίο έχει αδιάλειπτες ημερήσιες καταγραφές υετού από το 1860, αλλά για λόγους που βρίσκονται εκτός σκοπιάς της παρούσης, θα μελετήσουμε την υετική ιστορία της πόλης από το 1891 εώς και το 2010.
Ο μετεωρολογικός σταθμός του ΕΑΑ βρίσκεται στο κέντρο των Αθηνών, στο Λόφο των Νυμφών, στο Θησείο, με μέσο σταθμικό υψόμετρο 107 m (η ακριβής του θέση φαίνεται στο γεωφυσικό χάρτη της Αττικής με τη μορφή ενός λευκού τριγώνου βλ. σχ. 1). Η θέση του είναι αντιπροσωπευτική για το πολεοδομικό συγκρότημα, αφού βρίσκεται ακριβώς στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσάς μας.
Σχήμα 1: Υψομετρικός χάρτης της Αττικής (χρωματική διαβάθμιση ανά 150 m). Η θέση του μετεωρολογικού σταθμού του ΕΑΑ στο Θησείο σημειώνεται με το λευκό τρίγωνο στο κέντρο του Λεκανοπεδίου.
Ο υετός, σε συνδυασμό με τη θερμοκρασία αέρος, αποτελούν τα δύο κυριότερα μετεωρολογικά φαινόμενα. Είναι τόσο σημαντικά, ώστε η γνώση μόνο των δύο αυτών φαινομένων, μπορούν να μας βοηθήσουν να εξάγουμε ακριβή συμπεράσματα για το κλίμα μιας περιοχής. Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε μόνο με τον υετό. Η θερμοκρασία μπορεί να αποτελέσει υλικό για μια επόμενη μελέτη.
Ο υετός είναι ένα εξαιρετικά ‘πολύπλοκο’ και –κυρίως– ιδιαίτερα μεταβλητο μετεωρολογικό φαινόμενο. Ενώ δηλαδή η θερμοκρασία ακολουθεί λίγο-πολύ μια συγκεκριμένη ημερήσια, μηνιαία και ετήσια πορεία, ο υετός συμπεριφέρεται με πολύ μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Είναι η φύση του φαινομένου τέτοια που ευνοεί τη μεταβλητότητά του. Εξετάζοντας ωστόσο τον υετό από μια ευρύτερη (χρονικά) οπτική γωνία, θα παρατηρήσουμε ότι αυτή η μεταβλητότητα εξαλείφεται και παρουσιάζει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ας δούμε όμως πρώτα, ποιοί είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την υετική συμπεριφορά των Αθηνών:
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΥΕΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.
Όπως είπαμε και παραπάνω, ο υετός είναι ένα εκ φύσεως ιδιαίτερα μεταβλητό χρονικά φαινόμενο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Επηρεάζεται πολύ και από τον κάθετο και οριζόντιο διαμελισμό της υπό εξέταση περιοχής. Γι΄αυτό κρίνεται σκόπιμη η αναφορά μερικών φυσικών χαρακτηριστικών που περιβάλλουν την περιοχή γύρω από το σταθμό του ΕΑΑ.
Ο σταθμός –και κατ΄επέκταση το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών– βρίσκεται σε μια χερσόνησο (Αττική), η οποία αποτελεί ΝΑ προέκταση του ανατολικού κεντρικού ηπειρωτικού κορμού της χώρας. Περιβάλλεται από θάλασσα (προς ανατολάς βρέχεται από το Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, προς νότο ‘βλέπει’ το Μυρτώο Πέλαγος και προς δυσμάς βρέχεται από το Σαρωνικό Κόλπο). Αντίθετα, προς βορράν συνδέεται με τον κυρίως ηπειρωτικό κορμό της χώρας και μάλιστα από αρκετά εκτεταμένες ορεινές περιοχές. Βορείως της πόλεως δεσπόζει η Πάρνηθα, το υψηλότερο βουνό της Αττικής (1.413 m), στα ΒΑ δεσπόζει η Πεντέλη (1.109 m) και ανατολικά βλέπει τον Υμηττό (1.026 m). Προς τα δυτικά-ΒΔ βλέπει τη το όρος Αιγάλεω (495 m). Οι παραπάνω ορεινές διατάξεις σχηματίζουν τη μορφή ενός πετάλου, με μόνη ‘ανοικτή έξοδο’ προς τα νότια-ΝΑ (Σαρωνικός). Ο νότιος θαλασσινός προσανατολισμός είναι άλλωστε γνώρισμα ολόκληρης της χώρας μας, μιας και η Αττική (η ετυμολογία της οποίας προέρχεται από την αρχαιοελληνική της ονομασία Ακτή δλδ. Παράκτια) δεν αποτελεί παρά μια μικρογραφία της ελληνικής χερσονήσου με το χαρακτηριστικό Ν-ΝΑ προσανατολισμό της, που διεισδύει βαθιά στα νερά της ανατολικής Μεσογείου.
Οι γεωργαφικές συντεταγμένες του σταθμού (37:43΄βόρεια & 23:43΄ ανατολικά) τον κατατάσσουν στους νοτιότερους σταθμούς της Ευρώπης και είναι ο νοτιότερος μετεωρολογικός σταθμός ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, ακολουθούμενος από εκείνον της Λισσαβώνας (Πορτογαλία). Αυτό σημαίνει ότι επηρεάζεται πλήρως από τη συμπεριφορά της ατμόσφαιρας πάνω από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Η Μεσόγειος δημιουργεί ένα δικό της κλίμα και διαφέρει σημαντικά από τα δύο άλλα κύρια κλίματα της Ευρώπης: το Ωκεάνιο (της δυτικής –Ατλαντικής– Ευρώπης) και το Ηπειρωτικό (της ανατολικής Ευρώπης). Το Μεσογειακό κλίμα είναι ουσιαστικά ένα μεταβατικό κλίμα, μια γέφυρα σύνδεσης ανάμεσα σε δύο κύρια κέντρα ατμοσφαιρικής δράσεως του δυτικού τμήματος των ηπείρων του βορείου ημισφαιρίου του πλανήτη μας: το υποτροπικό ξηρό/ερημικό προς νότο κλίμα (το οποίο ελέγχεται από τους Αληγείς Ανέμους ΒΑ συνιστώσας, καθιζάνουσες αέριες μάζες που επιστρέφουν προς τον Ισημερινό, σημαντικό ρόλο στο οποίο παίζει ο γνωστός Αντικυκλώνας των Αζορών) και το κλίμα των ‘Δυτικών Επικρατούντων Ανέμων’ (αγγλικά‘Westerlies’), προς βορράν, όπου έχουμε τη μόνιμη, καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους διέλευση ατμοσφαιρικών διαταραχών (υφέσεων) από τον Ατλαντικό με κατεύθυνση προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Η θέση της Μεσογείου είναι τέτοια, που άλλοτε επηρεάζεται από το ένα κέντρο και άλλοτε από το άλλο με συγκεκριμένη εποχική περιοδικότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι ανάλογα με την κλίση του Ηλίου στην επιφάνεια της Γης, ο Αζορικός αντικυκλώνας όχι μόνο ενισχύεται κατά τη διάρκεια του θερμού εξαμήνου (Απρίλιος-Σεπτέμβριος) αλλά και μετακινείται βορειότερα, καλύπτοντας μεγάλο μέρος της Μεσογείου, ενώ αντίθετα, κατά τη διάρκεια του ψυχρού εξαμήνου, εξασθενεί και μετακινείται νοτιότερα, επιτρέποντας τοιουτοτρόπως τη ελεύθερη και ανεμπόδιστη διέλευση των υφέσεων από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου, επικρατούν συνθήκες ατμοσφαιρικού ‘εμποδισμού’ εξ’ου και ο γνώριμος, σταθερός καιρός του καλοκαιριού στη Μεσόγειο, ενώ κατά τη διάρκεια της ψυχρής περιόδου είναι περισσότερο μεταβλητός, με απότομες αλλαγές και μεταβολές. Πιο παραστατικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι καιρικά, η Μεσόγειος έχει χαρακτηριστικά βορείου Αφρικής τη θερμή περίοδο και Κεντρικής Ευρώπης τη ψυχρή.
Όπως βλέπουμε, το Μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζεται από διακριτή συμπεριφορά ανάλογα με την περίοδο του έτους (ήπιους, αλλά υγρούς χειμώνες και ζεστά, αλλά ξηρά καλοκαίρια). Απόδειξη αυτού αποτελεί και ο σταθμός του ΕΑΑ στο Θησείο, όπου η ετήσια πορεία του υετού είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πορεία της θερμοκρασίας αέρος.
Θα θυμόμαστε ίσως από τα σχολικά μας χρόνια, ότι το Μεσογειακό κλίμα ανήκει στην ομάδα των θαλασσίων κλιμάτων. Όπως υποννοεί και ο όρος, τα θαλάσσια κλίματα ελέγχονται κυρίως από αέριες μάζες θαλάσσιας προέλευσης (είτε πολικής, είτε τροπικής). Κύριο γνώρισμα αυτών των κλιμάτων είναι ότι ο υετός εμφανίζει το μέγιστό του κατά τη διάρκεια του ψυχρού εξαμήνου (συνήθως μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου), συνεπώς κάτι τέτοιο εμφανίζεται και στην Δυτική (Ατλαντική) Ευρώπη. Τα υετογραφήματα σταθμών κατά μήκος των ευρωπαϊκών ατλαντικών ακτών δείχνουν καθαρά το φθινοπωρινό/χειμερινό μέγιστο. Στο επίσης θαλάσσιο, το Μεσογειακό κλίμα, το γνώρισμα αυτό είναι ιδιαίτερα οξυμένο, σε τέτοιο βαθμό που ο υετός του ψυχρού εξαμήνου είναι (σχεδόν απόλυτα) πλειοψηφικός, με αποτέλεσμα του θερμού εξαμήνου να είναι ιδιαίτερα χαμηλός, εώς και αμελητέος (οι λόγοι εξηγήθηκαν παραπάνω). Στο παρακάτω σχήμα (2) βλέπουμε το υετογράφημα του ΕΑΑ, όπου φαίνεται καθαρά ότι έχει απλή κύμανση, με ένα μέγιστο (Δεκέμβριος) και ένα ελάχιστο (Ιούλιος) και πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό Μεσογειακό υετογράφημα. Η αριστερή στήλη (μπλε χρώμα) δείχνει το μέσο μηνιαίο ύψος υετού (σε mm), ενώ η δεξιά στήλη (γαλάζιο χρώμα), το μέσο μηνιαίο αριθμό ημερών υετού (σ.σ.: ως ημέρα υετού λαμβάνεται υπόψη μία ημέρα με υετό >0,1 mm).
Σχήμα 2: Η ετήσια πορεία του υετού (μπλε αριστερή στήλη: μέσο ύψος μηνιαίου υετού σε mm
και γαλάζια δεξιά στήλη: μέσος αριθμός ημερών με υετό >0,1 mm).
Κάντε κλίκ για μεγένθυση της εικόνας
Ο μέσος ετήσιος υετός στο σταθμό του ΕΑΑ στο Θησείο φθάνει τα 401 mm (χρονοσειρά 120 ετών) ήτοι στη διάρκεια ενός έτος μια επιφάνεια 1 m2 δέχεται 401 λίτρα ύδατος. Το ύψος αυτό τοποθετεί το σταθμό (και την ευρύτερη περιοχή του Λεκανοπεδίου της Αθήνας στις υετικά φτωχότερες περιοχές της χώρας μας (μαζί με το Σαρωνικό, την Αργολίδα και τις Κυκλάδες). Η γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται ο σταθμός δεν ευνοεί μεγάλα (ετήσια) ύψη υετού, αφού τα μετεωρολογικά αίτια που ευνοούν υψηλό υετό βρίσκονται μακριά από την υπό εξέταση περιοχή. Σύμφωνα με το παραπάνω υετογράφημα, ο υψηλότερος υετός περιορίζεται μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου (ψυχρό εξάμηνο) και είναι περισσότερο αποτέλεσμα υφεσιακής προέλευσης, ο οποίος ενεργοποιείται κατά το διάστημα αυτό πάνω από τη Μεσόγειο. Κατά την περίοδο αυτή, οι ψυχρότερες αέριες μάζες που βρίσκονται στα βορειότερα γεωγραφικά πλάτη κατέρχονται νοτιότερα, εισβάλλουν στην ιδιαίτερα θερμή Μεσόγειο Θάλασσα με αποτέλεσμα να ‘γεννιούνται’ καλά οργανωμένες υφέσεις, οι οποίες μεταφέρουν σημαντικότατα ποσά υγρασίας. Ιδίως το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου και Ιανουαρίου είναι ενεργοποιημένο το λεγόμενο ‘Μεσογειακό Πολικό Μέτωπο’ κατά μήκος του οποίου σχηματίζονται αλυσίδες υφέσεων στη Λεκάνη της Μεσογείου, οι οποίες ακολουθώντας την πορεία των ‘Δυτικών Επικρατούντων Ανέμων’ κινούνται από δυσμάς προς ανατολάς. Λόγω έντονου ωστόσο κάθετου διαμελισμού της Μεσογείου, η ελληνική χερσόνησος –όπως και η ιταλική– λειτουργούν ως ‘τροχοπέδη’ στις υφέσεις αυτές, με αποτέλεσμα αυτές να απελευθερώνουν το μεγαλύτερο μέρος της φορτωμένης με υγρασία υφέσεις στη δυτική πλευρά των χερσονήσων, ενώ η ανατολική πλευρά να είναι υετικά φτωχή. Υπάρχουν ποικίλες ορολογίες που περιγράφουν αυτές τις καταστάσεις: ο επικρατέστερος είναι ο όρος ‘προσήνεμος’ (δλδ. ‘προς την πλευρά του επικρατούντος ανέμου’), ενώ εάν θέλουμε να μιλήσουμε για μια ευρεύτερη γεωγραφική περιοχή, χρησιμοποιούμε τον όρο ‘ομβροπλευρά’ (δλδ. ‘από την πλευρά της βροχής’). Τα αντίθετά τους είναι ‘υπήνεμος’και ‘ομβροσκιά’ αντίστοιχα.
Οι κύριες γενεσιουργές αιτίες δημιουργίας υετού λοιπόν βρίσκονται μακριά από την Αθήνα αλλά και τις ευρύτερες περιοχές (Αττική, Αργοσαρωνικός, Κυκλάδες) οι οποίες κατατάσσονται στις φτωχότερες υετικά περιοχές της Ελλάδας, με μέσο ετήσιο υετό που κυμαίνεται μεταξύ 345 mm και 450 mm, αφού οι υετοφόρες υφέσεις επηρεάζουν πρωτίστως την δυτική (προσήνεμη, ομβροπλευρά) της χώρας μας (με ύψη μεταξύ 1.200 και 2.300 mm) και δευτερευόντως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (μεταξύ 650 και 850 mm), τα οποία ουσιαστικά λειτουργούν ως προσήνεμη, ομβροπλευρά της μικρασιατικής ενδοχώρας. Έτσι, αυτή η φτωχή υετικά περιοχή μόνο υπό ιδιαίτερες συνθήκες μπορεί να ευνοηθεί από σημαντικά ύψη υετού, αλλά ακόμη κι αν εμφανιστούν, περιορίζονται συνήθως στο τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος. Ο κύριος τύπος καιρού που εμφανίζει σημαντικά ύψη υετού στην περιοχή της Αθήνας είναι ο λεγόμενος ‘νοτιοδυτικός υφεσιακός τύπος με ανατολική τροχιά’ σύμφωνα με την Κατάταξη Μαχαίρα (1979). Η ύφεση προέρχεται από τη Σαχάρα και κινείται από τα ΝΔ μέσω του Κόλπου της Σύρτης προς τα ΒΑ και στα ανατολικά της γραμμής Μάλτα – Δυτική Μακεδονία – Ουκρανία. Τα σημαντικότερα στοιχεία της κατάστασης είναι η ζώνη χαμηλών πιέσεων στην περιοχή της Ελλάδας καθώς και η παρουσία αντικυκλώνα στην ανατολική μεριά του Ατλαντικού. Η χαμηλή ηλιοφάνεια και οι υψηλές βροχοπτώσεις συνθέτουν τον καιρό την ψυχρή περίοδο. Στο παρακάτω σχήμα (3) φαίνεται το υετογράφημα του ΕΑΑ Θησείου με χρονοσειρά 1891 – 2010 (120 έτη).
Σχήμα 3: Η ιστορική διακύμανση του ετήσιου υετού του σταθμού του ΕΑΑ Θησείου 120 ετών
(χρονοσειρά 1891 – 2010).
Όπως είχαμε πει και παραπάνω, ο υετός είναι ένα ιδιαίτερα μεταβλητό μετεωρολογικό φαινόμενο, γι΄αυτό και παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Στο σχήμα 3 βλέπουμε ότι από το 1891 εώς και το 2010 (120 έτη), η πλουσιότερη υετικά χρονιά ήταν το 2002, με ύψος 980 mm και η φτωχότερη το 1898 με ύψος 121mm. Το ρεκόρ του 2002 αποτέλεσε ‘έκπληξη’ στους περισσότερους ερευνητές της κλιματολογίας, μιας και το ύψος αυτό ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και τα όρια της στατιστικής πιθανότητας. Όπως βλέπουμε –εξαιρώντας το 2002– στο σύνολο της περιόδου, μόνο δύο χρονιές πλησίασαν ή άγγιξαν το όριο των 600 mm (το 1910 με 603 mm και το 1954 με 594 mm). Βλέπουμε επίσης ότι εκατέρωθεν του ύψους των 401 mm που διέρχεται και ο μέσος ετήσιος υετός της χρονοσειράς, εμφανίζεται με γαλάζιο χρώμα η παλινδρόμηση του ετήσιου υετού. Μέσα στην υπό εξέταση χρονική περίοδο εμφανίστηκαν δύο περίοδοι με χαμηλότερο του κανονικού και δύο περίοδοι με υψηλότερο του κανονικού υετό. Πιο συγκεκριμένα, αυτές οι περίοδοι είναι:
Α. Περίοδοι με χαμηλότερο του κανονικού υετό: 1. 1952 – 1991 (διάρκειας 40 ετών) και 2. 1891 – 1921 (διάρκειας 31 ετών).
Β. Περίοδοι με υψηλότερο του κανονικού υετό: 1. από το 1992 (όπου συνεχίζουμε να βρισκόμαστε σ΄αυτήν την περίοδο μέχρι και σήμερα) και 2. από το 1922 εώς το 1953 (διάρκειας 31 ετών). Οι 30ετείς και 40ετείς κύκλοι (περιοδικότητες) είναι σύνηθεις και επομένως γνωστοί στους κλιματολογικούς κύκλους. Το παραπάνω σχήμα δείχνει ότι την περίοδο των τελευταίων 120 ετών, ο ετήσιος υετός της Αθήνας παραμένει σταθερός (περί τα 401 mm) με μια μικρή ανοδική τάση (από 387 mm το 1891 στα 401 mm το 2010 (+1,1 mm ανά δεκαετία).
Συγκρίνοντας τον σταθμό του Θησείο με άλλους που βρίσκονται επίσης στο Λεκανοπέδιο των Αθηνών, ιδίως εκείνου του Ελληνικού (στις ακτές του Σαρωνικού, ΝΔ του Θησείου) και εκείνους της Νέας Φιλαδέλφειας και Τατοϊου (Β & ΒΑ του Θησείου), θα δούμε ότι ο μέσος ετήσιος υετός του Ελληνικού φθάνει τα 371,4 mm (περίοδος 1951 – 1990) ενώ της Νέας Φιλαδέλφειας και Τατοϊου τα 414,1 και 445,6 mm αντίστοιχα (περίοδος 1961 – 1990). Ο ετήσιος υετός του Ελληνικού είναι από τους χαμηλότερους στον ελλαδικό χώρο (ο μέσος ετήσιος υετός στον ελλαδικό χώρο υπολογίζεται στα 720 mm) και όπως βλέπουμε αυξάνεται όσο προχωρούμε στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου. Ο υετός αυξάνεται απότομα, όσο προχωρούμε από το κέντρο στην (ορεινή) περιφέρεια, με προεξάρχουσα την Πάρνηθα που ξεκινά στους νότιους πρόποδες από τα 510 mm και υπερβαίνει τα 800 mm σε υψόμετρο >800 m, ακολουθούμενη από την Πεντέλη που ξεκινά από τα 460 mm (Δ-ΝΔ πρόποδες) και υπερβαίνει τα 550 mm σε υψόμετρο >550 m. Στους δύο παρακάτω χάρτες (σχ. 4) βλέπουμε στον αριστερό τη χωρική κατανομή του μέσου ετησίου υετού και στον δεξιό τον μέσο αριθμό υετίσιμων ημερών στην Αττική.
Σχήμα 4: Μέσος ετήσιος υετός (αριστερά) και μέσος αριθμός υετίσιμων ημερών (δεξιά).
Η αύξηση του ετήσιου υετού στην περιφέρεια του Λεκανοπεδίου αποδίδεται κυρίως στον υετό της θερμής περιόδου. Πάλι –σύμφωνα με την κατάταξη Μαχαίρα– πρόκειται για τον τύπο καιρού/κυκλοφορίας της ‘ψυχρής λίμνης’. Ο τύπος χαρακτηρίζεται από την παρουσία καθ’ ύψος (στη στάθμη των 500hPa ) μιας ψυχρής αέριας μάζας με στάσιμο χαρακτήρα η οποία καλύπτει τον ελλαδικό χώρο και προκαλεί αστάθεια στην ατμόσφαιρα και επομένως ισχυρές καταιγίδες. Η επικράτηση του τύπου αυτού προκαλεί (θερμική) αστάθεια στην ατμόσφαιρα και κατά συνέπεια
ισχυρές καταιγίδες. Τη θερμή περίοδο η θερμοκρασία βρίσκεται σε κανονικά επίπεδα, η ηλιοφάνεια είναι περιορισμένη ενώ η βροχή έχει σημαντική ένταση. Αντίθετα, την ψυχρή περίοδο ο καιρός είναι ψυχρός και χαρακτηρίζεται από περιορισμένη ηλιοφάνεια και αρκετά υψηλή βροχή. Αυτός ο τύπος καιρού είναι συχνότερος στην ηπειρωτική ενδοχώρα, μιας και επιταχύνεται η αστάθεια από την υπερθερμασμένη επιφάνεια της ξηράς, ιδίως την περίοδο της Άνοιξης/αρχές καλοκαιριού (Απρίλιος-Ιούνιος). Είναι οι γνωστές σε όλους μας ‘καλοκαιρινές μπόρες’, με την απότομη έναρξη και λήξη των βροχών και λαμβάνουν χώρα στις πιο θερμές ώρες της ημέρας (μεταξύ 13:00 και 18:00) και συχνά συνοδεύονται από χαλάζι. Στις παράκτιες και θαλάσσιες περιοχές εξασθενεί, μιας και οι θερμοκρασίες των θαλασσών είναι χαμηλότερες από εκείνες της ξηράς. Γι΄αυτό και λέγεται ότι ο εν λόγω τύπος καιρού είναι πιο συχνός στα ηπειρωτικά κλίματα της ανατολικής Ευρώπης. Οι ψυχρές λίμνες, ήτοι αποκομμένες ψυχρές αέριες μάζες στην ανώτερη ατμόσφαιρα εξυπακούεται ότι είναι πιο συχνές μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και εξασθενούν σημαντικά μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, μιας και η θερμοκρασία καθ΄ύψος είναι πλέον πιο ομαλοποιημένη. Η Αττική (ορεινή) ενδοχώρα επηρεάζεται λοιπόν από αυτόν τον τύπο καιρού και τα αυξημένα ετήσια ύψη υετού των σταθμών της Νέας Φιλαδέλφειας και Τατοϊου (ηπειρωτικές περιοχές) οφείλονται σ΄αυτόν κυρίως τον τύπο καιρού. Αντίθετα, ο παράκτιος σταθμός του Ελληνικού επηρεάζεται σχεδόν καθ΄ολοκληρίαν από χειμερινούς (υφεσιακούς) τύπους καιρού.
ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΥΕΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Όπως δείχνει χαρακτηριστικά το σχήμα 3, ο υετός στην Αθήνα έχει έναν χαρακτήρα περισσότερο εποχιακό. Ο συνολικός υετός της ψυχρής περιόδου (Οκτώβριος – Μάρτιος) φθάνει τα 313,2 mm ενώ της θερμής περιόδου (Απρίλιος – Σεπτέμβριος) τα 87,8 mm. Αυτό σημαίνει ότι το ψυχρό εξάμηνο συγκεντρώνει το 78 % του ετησίου υετού, αφήνοντας το υπόλοιπο 22 % στο θερμό εξάμηνο. Για να χαρακτηριστεί ένας σταθμός με Μεσογειακό κλίμα, ο υετός του ψυχρού εξαμήνου πρέπει να συγκεντρώνει τουλάχιστον το 55 με 60 % του ετησίου ύψους. Όσο μάλιστα μεγαλώνει το ποσοστό, τόσο περισσότερο Μεσογειακό χαρακτήρα έχει. Για παράδειγμα, στο σταθμό της Μίκρας στη Θεσσαλονίκη, ο υετός του ψυχρού εξαμήνου φθάνει το 60,5 %, σημαντικά χαμηλότερος από εκείνον της Αθήνας, αλλά κερδίζει περισσότερο ο υετός της θερμής περιόδου (39,5 %).
Ως υετίσιμη ημέρα, χαρακτηρίζεται η ημέρα που δίνει τουλάχιστον 0,1 mm υετό (στην αγγλική ορολογία χαρακτηρίζεται ως ‘wet day’ δηλαδή ‘υγρή ημέρα’). Εξετάζοντας το παρακάτω γράφημα (σχ. 5), βλέπουμε πως ο αριθμός των υετίσιμων ημερών (>0,1 mm) εμφανίζει σημαντικές διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά.
Σχήμα 5: Ο αριθμός υετίσιμων ημερών (>0,1 mm) στο σταθμό του ΕΑΑ Θησείου.
Χρονοσειρά 120 ετών (1891 – 2010).
Στην περίοδο των 120 ετών του σχήματος, βλέπουμε πως ο μέσος ετήσιος αριθμός υετίσιμων ημερών φθάνει τις 70, ήτοι το 19,2 % του συνόλου των ημερών του έτους είναι υγρές. Και πάλι, ο αριθμός αυτός (70) είναι από τους χαμηλότερους πανελλαδικά, όπου κυμαίνεται μεταξύ 60 (Κυκλάδες) και 185 ημέρες (ΒΔ ορεινή χώρα).
Από το σύνολο των 120 ετών, μόνο 5 χρονιές ο αριθμός των υετίσιμων ημερών ήταν κάτω από τις 50 ημέρες (1898, 1925, 1989, 1990 και 1992), ενώ μόνο 2 χρονιές ξεπέρασαν τις 90 ημέρες (1931 και 1936). Όπως βλέπουμε, το μέγιστο υετίσιμων ημερών εμφάνισε το 1936 (104 ημέρες) και το ελάχιστο το 1898 (46 ημέρες). Στο σχήμα φαίνεται επίσης η γραμμή τάσης (με σκούρο μπλε) η οποία εμφανίζει μια μικρή πτωτική τάση (στις αρχές της χρονοσειράς ήταν 71 υετίσιμες ημέρες, ενώ στο τέλος, το 2010, φθάνει τις 69,5 ημέρες). Πατατηρήθηκε λοιπόν μια πτώση της τάξεως των 1,5 ημερών τα τελευταία 120 έτη.
Επίσης βλέπουμε την παλινδρόμηση της υπό εξέταση περιόδου, όπου εμφανίζονται 2 εξάρσεις και 2 υφέσεις στον αριθμό των υγρών (υετίσιμων) ημερών:
Α. Περίοδοι με υψηλότερο του μέσου όρου αριθμό υετίσιμων ημερών: 1. Από το 1921 εώς το 1972 (διάρκειας 51 ετών) και 2. από το 2005 και εντεύθεν.
Β. Περίοδοι με χαμηλότερο του μέσου όρου αριθμό υετίσιμων ημερών: 1. Από την αρχή της υπό εξέταση περιόδου (1891) εώς το 1920 (διάρκειας 30 ετών) και από το 1973 εώς το 2004 (διάρκειας 31 ετών).
Ο χαμηλός υετός της θερμού εξαμήνου, που όπως είδαμε παραπάνω συγκεντρώνει μόλις το 22 % του ετησίου υετού, δίνει το χαρακτηριστικό ξηρό αθηναϊκό θέρος, το οποίο είναι παγκοσμίως γνωστό. Υπάρχουν πολλές χρονιές κατά τις οποίες ο υετός είναι ανύπαρκτος για πολλές διαδοχικές ημέρες, εβδομάδες, ακόμη και μήνες. Είναι η λεγόμενη‘άνομβρη περίοδος’ (αριθμός διαδοχικών ημερών κατά τις οποίες δε σημειώνεται υετός >0,1 mm) η οποία είναι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα του Μεσογειακού κλίματος. Η Αθήνα, με ένα ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό –αν όχι ‘οξυμένο’– Μεσογειακό κλίμα δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Συγκρινόμενη ωστόσο με άλλες περιοχές της χώρας, δεν ανήκει στις περιοχές με τη μεγαλύτερη διάκρεια ανομβρίας. Στον παρακάτω χάρτη (σχ. 6) φαίνεται ο μέγιστος αριθμός διαδοχικών ημερών κατά τον οποίο δε σημειώθηκε υετός >0,1 mm στην Αττική.
Σχήμα 6: Μέγιστος αριθμός διαδοχικών ημερών χωρίς υετό >0,1 mm.
Όπως βλέπουμε , ο σταθμός του Θησείου βρίσκεται στη ζώνη μεταξύ 120 και 130 διαδοχικά άνοβρων ημερών. Η ζώνη των 150 ημερών ακουμπάει το ΝΑ άκρο της Αττικής (Λαυρεωτική) ενώ η ζώνη των 110 ημερών το ορεινό και βόρειο τμήμα της (Πάρνηθα – Κιθαιρώνας). Ο μέγιστος αριθμός των διαδοχικών ημερών χωρίς υετό στη χώρα μας αυξάνεται από τα Β-ΒΔ προς τα Ν-ΝΑ και κυμαίνεται από 65 (Β-ΒΔ σύνορα) εώς 185 ημέρες (Κυκλάδες – ανατολική Κρήτη).
Η ΡΑΓΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΕΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Εξετάζοντας το σχήμα (2), παρατηρούμε πως η σχέση μεταξύ μέσου μηναίου ύψους υετού και αριθμού υετίσιμων ημερών διαφέρει ανά εποχή. Εφόσον ο μέσος ετήσιος υετός ανέρχεται στα 401 mm και ο αριθμός υετίσιμων ημερών είναι 70, μια απλή διαίρεση του ετησίου υετού με τον αριθμό των υετίσιμων ημερών μας δίνει ένα πηλίκο 5,7 mm. Αυτό σημαίνει ότι το μέσο ύψος υετού μιάς υετίσιμης ημέρας στο σταθμό του Θησείου ανέρχεται στα 5,7 mm. Το ύψος αυτό (ένταση/ραγδαιότητα) δεν είναι βεβαίως σταθερό καθόλη τη διάρκεια του έτους. Όπως βλέπουμε στο παρακάτω γράφημα (σχ. 7), τον Νοέμβριο (7,7 mm) και τον Οκτώβριο (7,2 mm) σημειώνεται η μεγαλύτερη ραγδαιότητα (> 7 mm ανά υετίσιμη ημέρα). Δείχνει επίσης καθαρά, ότι οι μήνες με τα πιο ισχυρά υετικά επεισόδια είναι οι δύο παραπάνω φθινοπωρινοί μήνες, ακολουθούμενοι από το Δεκέμβριο (6,8mm ανά υετίσιμη ημέρα).
Σχήμα 7: Ετήσια πορεία του μέσου ύψους υετού ανά υετίσιμη ημέρα
(υετίσιμη ημέρα >0,1 mm).
Από το Νοέμβριο (μέγιστο) εώς και τον Απρίλιο, η ραγδαιότητα παρουσιάζει φθίνουσα πορεία, ενώ από τον Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο αύξουσα. Απότομη πτώση εμφανίζει ο Σπετέμβριος, ο οποίος μαζί με τον Απρίλιο εμφανίζουν την μικρότερη ραγδαιότητα υετού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παραπάνω γράφημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό του συνόλου του ελλαδικού χώρου, πράγμα που καταδεικνύει ότι η ραγδαιότητα εξαρτάται εν πολλοίς από τοπικούς (μικρής γεωγραφικής κλίμακας) παράγοντες. Αν στην Αθήνα η ραγδαιότητα εμφανίζεται μέγιστη το Νοέμβριο, ακολουθούμενη από τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο, σε πανελλαδική κλίμακα, εμφανίζεται μέγιστη ραγδαιότητα τον Οκτώβριο, ακολουθούμενη από το Σεπτέμβριο (έναρξη σημαντικής υφεσιακής δραστηριότητας στη δυτική Ελλάδα) και Νοέμβριο.
Εάν ωστόσο αναλύσουμε διεξοδικότερα τη συμπεριφορά του ημερήσιου υετού, με συγκεκριμένα ύψη υετού, π.χ. μια υετίσιμη ημέρα με ύψος >30 mm ή >50 mm (ισχυρά υετικά επεισόδια), τότε η εικόνα που διαμορφώνεται διαφοροποιείται σημαντικά από την παραπάνω του σχήματος (7). Το κατώφλι των 30 ή 50 mm απλώς εισάγεται προκειμένου να καταδειχθεί όχι μόνο η ένταση, αλλά και η κατανομή της μέσα στην πορεία του έτους. Έτσι προκύπτει το παρακάτω σχήμα (8) το οποίο δείχνει το ποσοστό επί του συνόλου των υετίσιμων ημερών έκαστου μήνα, κατά τις οποίες υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm και 50 mm. Όπως βλέπουμε, δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ο Ιανουάριος (μέγιστο έτους), ακολουθούμενος από τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το σχήμα (9), το συνολικό ποσοστό του Ιανουαρίου (9,3 %) σημαίνει ότι επί του συνόλου των υετίσιμων ημερών του μήνα το 9,3 % εξ αυτών υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm, εκ των οποίων το 2 % αυτών το κατώφλι των 50 mm (σύνολο 9,3 %). Αν το σχήμα αυτό το συνδυάσουμε με τη δεξιά στήλη του σχήματος (2), ήτοι τον μέσο αριθμό των υετίσιμων ημερών (>0,1 mm), τότε μπορούμε να έχουμε μια (ενδεικτικά) πρακτική εικόνα του τι μπορούμε να περιμένουμε –από πλευράς στατιστικής πιθανότητας– από κάθε μήνα του έτους, όσον αφορά την ένταση του υετού.
Βλέπουμε π.χ. πως ο μέσος αριθμός υετίσιμων ημερών Ιανουαρίου ανέρχεται (Θησείο) στις 10,2 ημέρες. Εφόσον –σύμφωνα με το σχήμα 8– το 9,3 % των υετίσιμων ημερών υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm, με απλή μαθηματική πράξη προκύπτει πως ο Ιανουάριος δίνει 0,95 ημέρες με υετό >30 mm ή 0,20 ημέρες (ήτοι πιθανότητα 1:5, μία ημέρα Ιανουαρίου ανά πενταετία) με υετό >50 mm. Ιδιαίτερα μεγάλα ύψη υετού (>30 και >50 mm το 24ωρο), εμφανίζονται –όπως αναμενόταν άλλωστε– την ψυχρή περίοδο του έτους, όπου και το υετικό μέγιστο του Μεσογειακού κλίματος (ψυχρό εξάμηνο). Αυτό που παρουσιάζει εντύπωση στο σχήμα είναι η συμπεριφορά του Ιουνίου, ο οποίος, αν και έβδομος κατά σειρά έντασης ημερησίου υετού (μόλις το 2,2 % των υετίσιμων ημερών υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm), το μισό αυτών (50 %) υπερβαίνουν το κατώφλι των 50 mm. Με άλλα λόγια, από τους μήνες του θερμού εξαμήνου, ο Ιούνιος είναι ο πλέον ‘ύποπτος’ για πολύ ισχυρά υετικά επεισόδια >50 mm. Βεβαίως, ως φαινόμενο είναι πολύ σπάνιο, αφού ο Ιούνιος με 2,4 μέσο αριθμό υετίσιμων ημερών, το 2,2 % αυτών σημαίνει πρακτικά 0,053 ημέρες με υετό >30 mm (ήτοι πιθανότητα 1:19, μία ημέρα ανά ~20ετία). Οι γειτονικοί μήνες (Απρίλιος, Μάιος, Ιούλιος, Αύγουστος & Σεπτέμβριος) εμφανίζουν –στατιστικά– ελάχιστες (Απρίλιος), εώς μηδαμινές (Αύγουστος) πιθανότητες για πολύ ισχυρά υετικά επεισόδια >50 mm.
Συγκρινόμενος με άλλους σταθμούς ανά την επικράτεια, το Θησείο εμφανίζει μέτρια ένταση υετού καθόλη τη διάρκεια του έτους. Υπάρχουν σταθμοί με σαφώς μικρότερη ένταση, όπως είναι π.χ. της Θεσσαλονίκης, όπου και οι 12 μήνες του έτους το ποσοστό των υετίσιμων ημερών που υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm δεν ξεπερνούν το 4 %, αλλά υπάρχουν και σταθμοί με μεγαλύτερη ένταση, όπως π.χ. των Ιωαννίνων και της Μυτιλήνης, με τουλάχιστον 2 μήνες όπου το ποσοστό των υετίσιμων ημερών υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm ξεπερνά το 12 %.
Μπορούμε επίσης, να αναλύσουμε τη ραγδαιότητα του υετού σε χιλιοστά (mm) ανά ώρα (rain rate mm/h). Στον παρακάτω χάρτη (σχ. 9) φαίνεται με χρωματική διαβάθμιση η χωρική κατανονή της μέσης ωριαίας ραγδαιότητας του υετού στην Αττική. Ο χάρτης αυτός προκύπτει από αναλυτικά στοιχεία της ΕΜΥ για την περίοδο 1962 – 2002 (χρονοσειρά 41 έτη). Όπως βλέπουμε, η μέση ωριαία ραγδαιότητα αυξάνεται όσο προχωρούμε από ανατολάς προς δυσμάς.
Η μικρότερη ραγδαιότητα
εμφανίζεται στο Ν-ΝΑ άκρο της Αττικής χερσονήσου με <1 h="h" mm="mm">2,3 mm/h. Με άλλα λόγια, ο Σαρωνικός Κόλπος εμφανίζει μεγαλύτερη ωριαία ραγδαιότητα απ΄ότι ο Νότιος Ευβοϊκός Κόλπος. Η περιοχή Α-ΝΑ της Αττικής (Κυκλάδες) είναι η δεύτερη περιοχή της Ελλάδας με τη χαμηλότερη μέση ωριαία ραγδαιότητα (<1 h="h" i="i" mm="mm" nbsp="nbsp" style="border: 0px; margin: 0px; padding: 0px;">η μέση ωριαία ραγδαιότητα στο σταθμό του Θησείου φθάνει τα 1,8 1>1>
ΠΟΣΟ ΕΧΕΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΘΕΙ Η ΕΝΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΡΑΓΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΕΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 120 ΧΡΟΝΙΑ;
Τα πρώτα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τα γραφήματα (βλ. σχ. 3 & 5) είναι ότι ενώ ο μέσος ετήσιος υετός έχει παραμείνει από σταθερός εώς ελαφρά αυξητικός, από 387 mm το 1891 στα 401 mm το 2010, ήτοι παρουσιάζει μια αυξητική τάση της τάξεως των 14 mm τα τελευταία 120 έτη (ή +1,1 mm ανά δεκαετία), την ίδια χρονική περίοδο ο μέσος αριθμός υετίσιμων ημερών έχει παρουσιάσει μια ελαφρά πτωτική τάξη της τάξεως των 1,5 ημερών. Με άλλα λόγια, ενώ ο ετήσιος υετός εμφανίζει μια ελαφρά ανοδική τάση, ο αριθμός των υετίσιμων ημερών εμφανίζει μια ελαφρά πτωτική τάση. Αυτή η διαφοροποίηση αποτελεί ένδειξη ότι οι υετίσιμες ημέρες τείνουν προς μεγαλύτερη ραδγαιότητα. Τα ισχυρά υετικά επεισόδια εμφανίζουν έκδηλη ανοδική τάση, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και εντεύθεν. Μια απλή μέθοδος που μπορεί να παραστήσει γραφικά την παραπάνω διαπίστωση είναι η καταηγοριοποίηση των υετίσιμων ημερών σε κατώφλια συγκεκριμένου ύψους. Μπορούμε δηλαδή να δούμε από το σύνολο των υετίσιμων ημερών (>0,1 mm), το ποσοστό αυτών που υπερβαίνουν το κατώφλι των 10, 20, 30 ή 50 mm. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε στην παρούσα μελέτη. Στο παρακάτω γράφημα (σχ. 10) εμφανίζεται το ποσοστό επί του συνόλου των ετησίων υετίσιμων ημερών, οι οποίες υπερβαίνουν το κατώφλι των 10 mm.
Σχήμα 10: Ποσοστό επί του συνόλου των ετησίων υετίσιμων ημερών οι οποίες
υπερβαίνουν το κατώφλι των 10 mm στο σταθμό του Θησείου. Χρονοσειρά 1891 – 2010 (120 έτη).
Εξετάζοντας το γράφημα, φαίνεται πολύ καθαρά ότι ο αριθμός των ημερών που υπερβαίνουν το όριο (κατώφλι) των 10 mm παρουσιάζει εντυπωσιακή ανοδική τάση που εμφανίζεται σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενώ από τα μέσα/τέλη της δεκαετίας του 1980 ξεπερνά ακόμη και την (ανοδική) γραμμή τάσης. Εξετάζοντας μόνο τη γραμμή τάσης (μπλε γραμμή) βλέπουμε ότι ενώ το 1891 βρισκόταν στο ποσοστό των 9,8 % των υετίσιμων ημερών με ύψος υετού >10 mm, το 2010 ανήλθε στο 16,6 %, παρουσίασε δηλαδή μια αύξηση της τάξεως του 70 %. Επίσης βλέπουμε στην υπό εξέταση περίοδο τη διακύμανση των υετίσιμων ημερών >10 mm. Το πρωτεύον μέγιστο εγκαινιάστηκε από το 1986 (ανοδική διάσπαση της γραμμής τάσης), στο οποίο συνεχίζουμε να βρισκόμαστε (2012), ενώ το δευτερεύον μέγιστο εγκαινιάστηκε το 1897 και ολοκληρώθηκε το 1931 (διάρκεια: 34 έτη). Το μεσοδιάστημα (μεταξύ 1932 και 1985) εμφανίστηκε το ελάχιστο. Όπως βλέπουμε, μεταξύ 1891 μέχρι το 1982 (92 έτη), μόνο μία χρονιά (το 1918) το ποσοστό επί του συνόλου των υετίσιμων ημερών κατά τις οποίες υπερέβαιναν το κατώφλι των 10 mm ξεπέρασε το 20 %, ενώ από το 1983 εώς και το 2010 (μόλις 27 έτη) εμφανίστηκε 10 χρονιές. Μέχρι το 1982 η συχνότητα ήταν μόλις 1 ανά 92 έτη, από το 1983 εώς σήμερα η συχνότητα είναι 1 ανά 2,7 έτη.
Εξετάζοντας το κατώφλι των 20 mm, προκύπτει το παρακάτω γράφημα (σχ. 11). Τα πρώτα συμπεράσματα που βγήκαν από το σχήμα (10), επιβεβαιώνονται και στο παρόν γράφημα. Η γραμμή τάσης είναι καθαρά ανοδική (από 2,5 % στην αρχή της περιόδου (1891) φθάνει το 7 % στο τέλος της περιόδου (2010), ήτοι παρουσίασε μια άνοδο της τάξεως του 280 %.
Βλέπουμε και πάλι πως, ενώ το διάστημα μεταξύ 1891 και 1993 (103 διαδοχικά έτη) καμία χρονιά δεν άγγιξε το ποσοστό του 10 % επί του συνόλου των υετίσιμων ημερών κατά τις οποίες υπερέβαιναν το κατώφλι των 20 mm. Αντίθετα, το διάστημα μεταξύ 1994 και 2010 (17 έτη) ξεπεράστηκε 6 χρονιές. Είναι λοιπόν εμφανέστατη η (εντυπωσιακή) αύξηση της συχνότητας υετίσιμων ημερών με ύψος >20 mm από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν.
Σχήμα 11: Ποσοστό επί του συνόλου των ετησίων υετίσιμων ημερών οι οποίες
υπερβαίνουν το κατώφλι των 20 mm στο σταθμό του Θησείου. Χρονοσειρά 1891 – 2010 (120 έτη).
Ας δούμε τώρα το γράφημα με κατώφλι τις υετίσιμες ημέρες με ύψος υετού >30 mm (σχ. 12), το οποίο συνεχίζει να επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο με τα προηγούμενα δύο κατώφλια των 10 και 20 mm.
Σχήμα 12: Ποσοστό επί του συνόλου των ετησίων υετίσιμων ημερών οι οποίες
υπερβαίνουν το κατώφλι των 30 mm στο σταθμό του Θησείου. Χρονοσειρά 1891 – 2010 (120 έτη).
Βλέπουμε πως η ανοδική γραμμή τάσης από το 0,8 % στην αρχή της περιόδου (1891), φθάνει το 3,2 % στο τέλος της περιόδου (2010), ήτοι εμφάνισε μια άνοδο της τάξεως του 400 %. Όπως φαίνεται στο γράφημα, η παραπάνω αύξουσα τάση γίνεται ακόμη πιο έκδηλη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν.
Τέλος, ας δούμε και το γράφημα με κατώφλι τις υετίσιμες ημέρες με ύψος υετού >50 mm (σχ. 13). Η συχνότητα ημερών με υετό >50 mm θεωρούνται σπάνιες και είναι ικανές να δημιουργήσουν πλημμυρικά επεισόδια (υπό συνθήκες το ίδιο μπορεί να συμβεί και με ημερήσιο υετό >30 mm).
Σχήμα 13: Ποσοστό επί του συνόλου των ετησίων υετίσιμων ημερών οι οποίες
υπερβαίνουν το κατώφλι των 50 mm στο σταθμό του Θησείου. Χρονοσειρά 1891 – 2010 (120 έτη).
Στο γράφημα αυτό βλέπουμε πολλές χρονιές που απουσιάζει το κατώφλι των 50 mm (επί συνόλου 120 ετών, οι 72 χρονιές δεν εμφάνισαν υετίσιμη ημέρα >50 mm). Η ανοδική γραμμή τάσης είναι πάλι εμφανής: από το 1891 ξεκινάει με ποσοστό 0,2 % και φθάνει στο τέλος (2010) το 2,8 %, ήτοι
παρουσιάζει μια εντυπωσιακότατη αύξηση της τάξεως του 1400 %. Μέχρι το 1997 (περίοδος 106 διαδοχικών ετών) δεν εμφανίστηκε χρονιά όπου οι υετίσιμες ημέρες >50 mm να αγγίζουν το όριο του 3 % επί του συνόλου των υετίσιμων ημερών. Αντίθετα, από το 1998 μέχρι και το 2010 (13 διαδοχικά χρόνια) εμφανίστηκε 5 χρονιές. Στο γράφημα φαίνεται η δεσπόζουσα χρονιά του 2002, η οποία ενώ εμφάνισε 79 υετίσιμες ημέρες >0,1 mm (βλ. σχ. 5), το κατώφλι των 50 mm ξεπέρασε το 5,7 % των υετίσιμων ημερών (ήτοι 5 ημέρες >50 mm).
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στο σταθμό του Θησείου εμφανίζει μια (στατιστικά σημαντική) αύξουσα τάση με ισχυρά υετικά επεισόδια. Οι έρευνες έχουν δείξει παρόμοια αποτελέσματα σε πολλούς μετεωρολογικούς σταθμούς ανά την υφήλιο (Η.Π.Α. Ευρώπη, Ιαπωνία, κ.ο.κ.) και πρέπει μάλλον να αποδοθούν στη γενικότερη κλιματική αλλαγή (μαζί με την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας αέρος που εμφανίζεται επίσης από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν.
Μελέτη – σχεδιασμός: Γιαλαμάς Ιωάννης (Weerman)
Βιβλιογραφία – πηγές:
Maheras, P. and Kolyva-Mahera, F.: Temporal and spatial characteristics of annual precipitation over Balkans in the twentieth century, Int. J. Climatol., 10, 495–504, 1990.
Metaxas, D. A., Philandras, C. M., Nastos, P. T., and Repapis, C. C.: Variability of precipitation pattern in Greece during the year, Fresen Environ. Bull., 8, 1–6, 1999.
Repapis, C. C.: Temporal fluctuations of precipitation in Greece, Rivista di Meteor Aeron, XLVI, 1–2, 19–25, 1986.
Μαχαίρας Π., Ημερολόγιο τύπων καιρού 1960 – 1990, 1993
Climate Change and precipitation in Greece, Panagiotis T. Nastos1 & Christos S. Zerefos. Laboratory of Climatology & Atmospheric Environment, Faculty of Geology & Geoenvironment, University of Athens, Academy of Athens
Spatial variability and trends of the rain intensity over Greece, H. D. Kambezidis, I. K. Larissi, P. T. Nastos, and A. G. Paliatsos
Spatial and Temporal Variation of Precipitation in Greece and Surrounding Regions Based on Global Precipitation Climatology Project Data,N. HATZIANASTASSIOU, B. KATSOULIS, J. PNEVMATIKOS, AND V. ANTAKIS Laboratory of Meteorology, Department of Physics, University of Ioannina, Ioannina, Greece
MAHERAS, P. & CHR. ANAGNOSTOPOULOU (2003). Circulation Types and their Influence on the Interannual variability and precipitation changes in Greece. Mediterranean Climate-Variability and Trends. Springer Verlag, Berlin, Heidelberg, 215-239 pp
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου